- πηλαίος
- -αία, -ον, Α1. κατασκευασμένος από πηλό2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηλαῖος — made of clay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίων — πηλαῖος made of clay fem gen pl πηλαῖος made of clay masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαῖοι — πηλαῖος made of clay masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίης — πηλαῖος made of clay fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαίας — πηλαίᾱς , πηλαῖος made of clay fem acc pl πηλαίᾱς , πηλαῖος made of clay fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)